αραλίκι

αραλίκι
το
(λ. τουρκ.)
1. η ξάπλα, η «λούφα».
2. χαραμάδα, ευκαιρία, ευρυχωρία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αραλίκι — το 1. χαραμάδα, ραγισματιά 2. ανάπαυση, νωθρότητα, τεμπελιά 3. κατάλληλη περίσταση, ευκαιρία 4. άνεση, ευρυχωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. aralik «μέσον, διάστημα τόπου και χρόνου»] …   Dictionary of Greek

  • -λίκι — και ιλίκι και ίκι κατάλ. αφηρημένων ουσ. τής Νεοελληνικής που δηλώνουν ιδιότητα συχνά με μειωτική σημασιολογική χροιά. Η κατάλ. προήλθε από δάνεια από την Τουρκική (κατάλ. lik), π.χ. μερακ λίκι. Η κατάλ. εμφανίζεται σπανιότερα και με τη μορφή ίκι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”